Πολλοί
νεκροί για έναν πεθαμένο
*******************************
Πολύς
κόσμος….
Ήρθανε κι αυτοί, που δεν έμαθαν ποτέ
να στήνουν ξόβεργες στις ελπίδες
στα όνειρα και στην αγάπη παρά μονάχα,
είχανε πάντοτε μια φαρέτρα έτοιμοι για πόλεμο,
κι εκείνοι που δεν ταξίδεψαν
ποτέ τους με χαρταετό κι ας ήτανε τόσο κοντά,
που δεν άγγιξαν για λίγο τα σύννεφα
που δεν αντάμωσαν ποτέ τους αετό μα ούτε,
ούτε και σπουργίτι,
εκείνοι που δεν έχτισαν στα σύννεφα ένα σπίτι
εκείνοι που δεν κουβέντιασαν με τη βροχή,
που δεν άγγιξαν αυλές του φεγγαριού
που δεν στίβαξαν σ’ αυτές των παιδιών τις χάρες
σαν θυμωνιές μετά τ’ αλώνια,
εκείνοι που σε κλουβιά και με χρυσές αμπάρες
και όχι στο λίγο ψηλά, απ' τ' ακριβά σαλόνια...
και
να...
ήρθαν' να κλέψουν λίγο σύννεφο
λίγο φεγγάρι μια σπιθαμή φεγγαρένιο χώμα
κι ακόμα, κάποια ξεχασμένη τους ελπίδα
κάποια ευχή σ' αναστολή απ' το πολύ το χρώμα
μα δεν το ξέρουν πως για τούτα ήρθανε,
το ξέρει όμως η ψυχή τους,
ότι δεν έζησαν, δεν έζησαν και να, ήρθαν,
λες κι έκανε αυτός κάτι μεγάλο, κάτι ηρωικό
όχι, όχι...
απλά ονειρεύονταν και να...
πολλοί νεκροί, για έναν πεθαμένο
Ήρθαν και οι άλλοι...
αυτοί που δεν κολύμπησαν ποτέ τους
σε πραγματικό γαλάζιο κι αλμυρό,
δεν άφησαν να τους χαϊδέψει
ποτέ τους τα μαλλιά ο λεβάντες
δεν έπιασαν ποτέ ψιλή κουβέντα
πάνω στην κουβέρτα με τον σιρόκο,
δεν άφησαν τα όνειρα
ελεύθερα να πάνε κατά τον πουνέντε,
κι αν βρέθηκαν στο σταυρό του νότου,
δεν τους άγγιξε η όστρια
να κάνουν για λίγο το σταυρό τους
έτσι, για νόστος απάνεμο
για κάποιο γλυκό αραξοβόλι...
ήρθαν εκείνοι
που δεν έριξαν απόχες στους αφρούς
κι ας έβγαναν μονάχα αλμύρα,
δεν είδανε στον πηγαιμό ποτέ εξάντα
για να βρούνε τα χαμένα όνειρα,
δεν άφησαν,
αλάργα την καρδιά τους στων αστεριών
ποτέ δεν ήταν όρτσα στο εύκολο, στο απλό
πάντοτε μαζί τους ένα ρεμέντζο
στο σίγουρο και σταθερό,
γιατί ψηλά φυσάει...
και τώρα, σαν κάποια σαλαμάστρα
ξυλάρμενοι, χωρίς ψυχή, χωρίς ανάσα
χωρίς ζωή,
ήρθαν’ ν' αποτίνουν φόρο τιμής
σ' εκείνον που έκανε κάτι μεγάλο, αντρίκιο
τάχα...
όχι, όχι...
απλά ταξίδευε και να...
πολλοί νεκροί, για έναν πεθαμένο.
Κι ακόμη, ήρθανε κι άλλοι…
Αυτοί που δεν χάιδεψαν ποτέ τους μαργαρίτα
κάποιες βραδιές μ’ αστροφεγγιά,
να πάρουν κείνα τα δάκρυα να δώσουνε φιλιά
και να την πούνε, σ’ αγαπάει, σ’ αγαπάει…
εκείνοι που δεν πήρανε ποτέ
ένα μαγκάλι κάρβουνα και σε στενό δρομάκι,
για λίγο να ζεστάνουν μια καρδιά
ένα μικρό παιδί, έστω ένα πουλάκι,
έστω μονάχα, για να γίνει ο αέρας πιο ζεστός…
εκείνοι που αν και βρέθηκαν κοντά
σ’ ένα πηγάδι με νερό ποτέ,
λίγες σταγόνες για ξέδιψα τα χείλη
τα ξεραμένα που έχουνε πολλά φεγγάρια
να νιώσουνε φιλί, γλυκό από σταφύλι…
εκείνοι που δεν έφτιαξαν μια κούπα από πηλό
για ένα και μοναδικό πληγωμένο σπουργίτι,
εκείνοι που δεν μάλωσαν ποτέ τους με Θεό
για τα στραβά πράγματα του κόσμου,
εκείνοι που ακάτεχοι από θυμιατό
πάνε τις Κυριακές στην εκκλησιά γι’ αντίδωρο,
που με χώμα δεν έπλασαν φεγγάρια κι άλλα
να ‘χουν τα παιδιά να ταξιδεύουν,
να βλέπουν και να κάνουν όνειρα μεγάλα,
ήρθαν κι αυτοί που δεν έβαλαν λίγο σάλιο
στις άκρες απ’ τα πεσμένα φύλλα του φθινόπωρου
να φύγει η μελαγχολία ώσπου να ‘ρθει η άνοιξη,
που δεν έδωσαν ποτέ τα πόδια τους,
σ’ έναν γέροντα για να ξανατρέξει
να νιώσει πάλι μικρό παιδί και σε χαρά,
ήρθαν γι’ αυτόν… που δεν πήγαινε
κάθε Κυριακής πρωί στην εκκλησιά
μα κάθε Σαββατόβραδο σε απολογισμό,
συγχώρεση ζητούσε απ’ το Θεό
και για την πέτρα ακόμα που δεν πέταξε
κι ας μάλωνε μαζί του τη βδομάδα
και ας μην πήγαινε συχνά στην εκκλησιά
μα κάθε Κυριακής, μεταλάμβανε,
κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή κι ήρθαν αυτοί,
να πάρουν τάχα φυλαχτό
λες κι έκανε παρέα τις βραδιές με το Θεό
λες κι ήτανε μεγάλος, τρανός
να πάρουν κάποια ανάσα
λες κι ήξερε κάποιο μυστικό αρχέγωνο
αλλά ένιωθαν…
ότι έζησε κι αυτοί… πως όχι
αλλά εκείνος, δεν έκανε κάτι δύσκολο,
απλά αγαπούσε και να...
πολλοί νεκροί, για έναν πεθαμένο.
Τέλος, ήρθαν κι άλλοι, οι πιο πολλοί…
Εκείνοι που τον έβλεπαν σε πηγαιμό στις βίγλες
κι έβαζαν φράχτες στο περπάτημά του,
μην πάει ψηλά γι’ αυτούς, ήταν ψηλά,
που τον έβλεπαν φτερά να ζωγραφίζει
κι έβαζαν φωτιά,
σαν άνοιγε τα διάσελα,
κι έφτιαχνε βελούχια στις λαγκαδιές
τραβούσαν με κουβάδες το νερό για δίψα
για φτώχια κι αθρεψιά εκεί ακριβώς,
που ήταν γνώριμα γι’ αυτούς τοπία,
το παραπέρα, το πιο πολύ, το πιο ψηλά,
μια άχρηστη και άφταστη ουτοπία…
εκείνοι που τον έβλεπαν σε πεινασμό,
να γκρεμίζει φορές κάποιο αστέρι και να γεύεται
να παίρνει μπλε σταγόνες για ξεδιψασιά
λίγα ψίχουλα,
από ψωμί σταρένιο απ’ τη σοδειά του ήλιου
δυο ελιές από το περιβόλι τ’ ουρανού,
κι ήταν φορές που μίλαγε στον περβολάρη
και χάιδευε μικρό παιδί φτερά τους των αγγέλων,
του άρεσε το πιότερο απ’ τ’ άσπρο, το λευκό
εκείνο που στο βάθος το γιασεμί κι αν έχει,
και λέξεις γύρευε στ’ αγγελικά σοκάκια
να γράψει για το χθες, το σήμερα, το μέλλον
και τ’ αγγελούδια κρέμαγαν στον ήλιο τα σακάκια,
άλλαζαν φορεσιά και παίζανε μαζί του
σιμά στη λασπουριά απ’ άγιο χώμα
κι έψαχναν παρέα στον πηλό για λίγο χρώμα
να κάνει εκείνος κέντημα από λευκό στημόνι,
να γίνει θεριστής κι άλλοτε αλωνάρης
και τα λευκά να παίζουνε κρυφτό στις θημωνιές,
να ζωγραφίζουν ήλιο στο Γενάρη
να τρέχουν σε φεγγάρια με στραβοτιμονιές
κάποιο μικρό σε άλλο αστέρι να σαλπάρει
κι ο περβολάρης… να μην θυμώνει, να μην θυμώνει
κι αυτό, αυτό είναι που σκοτώνει…
Τόσοι πολλοί και ξέρανε πως πιο νωρίς
Από εκείνον πέθαναν γιατί απλά,
είχανε πάψει να ονειρεύονται
να ζουν τα όνειρά τους και τώρα,
κοντά στο θάνατο για λίγη ανάσα γιατί η ζωή
του,
τους έκανε να πεθάνουν πολλές φορές
κι ο θάνατός του,
ελπίζοντας να πάρουνε λίγο αντίδωρο ζωής.
Μα εκείνος, δεν έκανε τίποτα μεγάλο,
απλά κοιτούσε τ' άστρα και δεν έβαζε όρια και
να,
γι’ αυτό τόσοι πολλοί.
πολλοί νεκροί, για έναν πεθαμένο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου