Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

Μονόλογοι


                                                         Δυο χέρια

*************

 



Δυο χέρια,
αυτό ζητάω μονάχα από σένα.
Πάρε κομμάτια της καρδιά σου αν θες
και σκόρπισέ τα στην άνοιξη
για να τρυγίζουν οι μέλισσες,
να στήσουνε χορό οι Ευμενίδες
μα όχι τα χέρια σου,
αυτά, κράτησέ τα για μένα.

Κοίτα πως φυσάει έξω ο αγέρας,
λες κι οι σπιλιάδες όρμισαν
να κλέψουν κάτι απ’ τα όνειρά σου μα δεν πειράζει,
ας πάρουν ότι έχουν ανάγκη
όμως κι εγώ… κι εγώ σε χρειάζομαι
όχι τα χέρια σου, κράτησέ τα για μένα.

Κοίτα… κοίτα που στήσανε χορό τ’ αστέρια,
λες και το κάνουν για να σε μαγέψουν
να σε κλέψουν από κοντά μου μα αν το θες,
χόρεψε λίγο μαζί τους, μην τους στερήσεις τη χαρά
κι εγώ, κι εγώ θα σε καμαρώνω
δίπλα στην αυλή το φεγγαριού
σιμά στα σοκάκια των αγγέλων
κοντά στα παραθυρόφυλλα του γαλάζιου
μυρίζοντας τις δυοσμαρίνες και κάτω,
κάτω απ’ τον ίσκιο της φιλύρας
που ‘ναι στο κέντρο του χορού των αστεριών
κι όλ’ αυτά, για να σου κρατώ το χέρι,
να μην χαθείς, να μην χαθώ.

Κοίτα… κοίτα το πέταγμα του αετού,
και να ‘ξερες,
πόσο θα ήθελε να είσαι τα φτερά του
πόσο θα ήθελε να είσαι η ζωγραφιά στο πέταγμά του
μα αν θες, πέταξε κοντά του για λίγο, πήγαινε κι εγώ…
κι εγώ θα γίνω σύννεφο
θα γίνω αγέρας
θα γίνω μια ψηλή κορφή
θα γίνω ιδέα μόνο και μόνο…
για να είμαι κοντά σου
να σου κρατώ το χέρι,
να μην χαθείς, να μην χαθώ.

Να… κοίτα, ξημέρωσε πάλι.
Θαρρώ πως ο Αυγερινός, εσένα ψάχνει
να πει την πρώτη καλημέρα
να πάρει το πρώτο χαμόγελο
την πρώτη ανάσα και να συνεχίσει τη ζωή
κι αυτός, εσένα έχει ανάγκη
βγες έξω στην αυλή δεν πειράζει, χαμογέλα,
χάρισέ του κάτι απ’ τον όμορφο κόσμο σου
κι εγώ, θα είμαι ο ίσκιος σου να σου κρατώ το χέρι,
θα είμαι το χώμα που πατάς και θα ‘χω τα σημάδια
να μην χαθείς, να μην χαθώ.

Να και τ’ αηδόνια κοίτα…
λες και άνοιξαν τα διάσελα των ήχων
κι ήρθαν σαν αειπάρθενοι τροβαδούροι να σου ψάλουν, 
να κεντίσουν πάνω σου
σαν αιώνιοι ταλασιουργοί και το στημόνι,
οι ροδαμοί που βγαίνουν απ’ τα μάτια σου
η ερατεινή σκιά σου στο πέρασμα του ήλιου
η απάνεμη λάμψη στο περπάτημά σου
και να, κοίτα…
ελικοβλέφαρες οι φυλλωσιές των δέντρων
οι μαργαρίτες σταμάτησαν το μέτρημα
τα γιασεμιά πνίγουν για λίγο το λευκό
και άκου…
οι άνεμοι έχουν ενός λεπτού σιγή…
λεβάντες, σιρόκος, μαϊστρος,
λες κι είναι λίγο πριν την πρώτη ώρα της γέννησης
λίγο πριν το φως,
λίγο πριν της γέννας το ασπράδι
μην τυχόν,
μην τυχόν και κάποιο θεωρηθεί θυάρπαξ,
άκου, άκου σιωπή
εσένα περιμένουν να κάνεις την κίνηση την πρώτη,
τον πρώτο λόγο
μίλησέτα κι αν θες, χάϊδεψέ τα κι εγώ,
εγώ θα είμαι εκεί, να σου κρατώ το χέρι
να μην χαθείς, να μην χαθώ.

Κι οι πέτρες, κι οι πέτρες ναι,
βγάζουν την ψυχή τους σαν πρόσφορο
κι αρνεύουνε την άμμο του γιαλού
και γίνεται λιβάνι,
μοιάζουνε τα ρυάκια σαν ψιμύθια
και στέλνουν πάνω σου τα χρώματα σε ψιχαλίδια
κι ακάτεχο το γαλανό…
πρώτη φορά του βλέπει αλικόπλαστη σκηνή,
πρώτη φορά δυοσμοσταλιές να στέλνει η βροχή
πρώτη φορά του το σκληρό,
να πλάθεται, να γίνεται ζυμάρι και αντίδωρο
σαν πεθυμιά κάποιας ψυχής κι ανάγκη
σαν μνημοσύνη απ’ τη γέννηση και σαν αραθυμιά,
και μοιάζουνε εκείνα τα λεπτά αβάσκαντα,
σαν σκέψη άναρχη έτοιμη να εκδηλωθεί
αρχέγονη ιδέα που κρύβει μέσα της αβερτοσύνη
μα δες… δες την προσμονή τους,
πιότερη του χελιδονιού για αν θα ‘ρθει η άνοιξη
πιότερη του μικρού μικρού παιδιού
για να βυζάξει γάλα
πιότερη του φεγγαριού,
αν θα στολίσει την αυλή του με ευχές,
και πιότερη αν θες,
απ’ των μικρών τα εκείνα όνειρα, τα πιο μεγάλα,
μα σύρε, πάνε σιμά, και θα μεριάσει η ντροπή,
δώσε αυτό που έχουνε ανάγκη από σένα κι εγώ…

Κι εγώ θα είμαι εκεί, να σου κρατώ το χέρι,
έχεις τόσα πολλά, και ζητάω τόσο λίγο,
όχι τα χέρια σου όχι, κράτησέ τα για μένα
αυτό μονάχα σου ζητάω, τα δυο σου χέρια,
μια αγκαλιά… να μην χαθώ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου