Καλά εγώ
δεν ξέρω
********************
Καλά εγώ δεν ξέρω…
Εσείς που ξέρετε την τέχνη της γραφής,
για δεν γράψατε ακόμα για ένα φτωχό σπουργίτι
για μια καρδιά σε μοναξιά που δίχως σπίτι
για όνειρα απάνεμα η άνοιξη που φέρνει
για κείνη την αλμύρα, που ο λεβάντες παίρνει.
Καλά εγώ δεν ξέρω…
εσείς που ξέρετε τη δύναμη του λόγου,
για δεν γράψατε ακόμα τις μαγεμένες λέξεις
κείνες που κρύβουν μυστικά, δονήσεις και ρυθμό
κείνες που απαγγέλοντας σε πάνε στο Θεό
και ότι πίσω απ’ τις λέξεις τελικά,
δεν βρίσκεται ο Αλέξης
μα κάποια προσευχή, λίγο μετά απ’ το φως…
εσείς που ξέρετε, θα έπρεπε να ξέρετε το πώς.
Καλά εγώ δεν ξέρω…
Εσείς που ξέρετε και είστε λογοτέχνες,
για δεν πετάτε από πάνω σας τη φτώχια;
για ποιους γεννήθηκαν του λόγου μας οι τέχνες;
κάποιοι γεννήτορες μείναν δίχως μετόχια
κάποτε γράφανε ψηλά, ποτέ χωρίς εκπτώσεις
κι εσείς που ξέρετε, το ευτελίζετε
και γράφετε με δόσεις.
Καλά εγώ δεν ξέρω…
Εσείς που ξέρετε και είστε διανοούμενοι,
εσείς, με το κασκόλ, οι ευκόλως εννοούμενοι
γιατί επιμένετε να γράφετε μόνο για ερωτευμένους…
«ω τι χαρά στον έρωτα
η άνοιξη θα φέρει,
κι ολόγυρα οι νύμφες
θα στολίζουν τα μαλλιά σου
μπρούσκο φιλί μέρες
Μαγιού
θα γίνω στην ποδιά σου
κι οι μέλισσες θ’
αρμέγουνε
της ομορφιάς σου
αγέρι»
Μα πως ξεχνάνε τόσο,
τους δακρυσμένους, τους πληγωμένους
που δεν αδίκησε η ζωή μα η δική σας απραξία
εσείς που ξέρετε και γράφετε την ίδια ιστορία,
πέστε τα πράγματα αλλιώς, πως θα ‘πρεπε να είναι
πάψε να φαίνεσαι μικρός,
γράψτα, κι άνθρωπος γίνε.
Καλά εγώ δεν ξέρω…
Εσείς που ξέρετε και είστε θεατρίνοι
της υποκριτικής την τέχνη που γνωρίζετε καλά,
για δεν μιλάτε στους ρόλους σας για κτήνη
γιατί σωπαίνετε σ’ αυτή την συμφορά
κι απλά ζητάτε θερμό το χειροκρότημα
και τη ματιά αποφεύγετε από κείνα τα παιδιά,
που σαν Θεούς σα βλέπουνε ελπίζοντας στη μήνι
μα εσείς, μόνοι στο φως σαν ροκ συγκρότημα
και κάτω το σκοτάδι, τόσοι πολλοί όμως στο τέλος,
απλά μια καληνύχτα και…
αύριο πάλι, αύριο πάλι θεατρίνοι.
Καλά εγώ δεν ξέρω…
Εσείς που ξέρετε από πολιτισμό,
για δεν μιλάτε για τον θάνατο της γλώσσας
γιατί φτωχαίνετε γενιές απ’ τον ρυθμό
ποιος σας πληρώνει για σιωπή και μοιάζετε,
σαν άναρθρες κραυγές σαν κάποιας κλώσας
σ’ ένα κοτέτσι που όμως ακριβό,
μαθαίνει στα κλωσόπουλα μονάχα…
πως βγαίνουν απ’ τ’ αυγό
και τίποτ’ άλλο… και τίποτ’ άλλο.
Καλά εγώ δεν ξέρω…
Εσείς που ξέρετε καλά από τραγούδια
σε πρώτη ευκαιρία ζωντανά σε συναυλίες,
γιατί μονάχα τραγουδάτε για λουλούδια
γιατί μονάχα γι’ αγάπης ιστορίες,
για δεν φωνάζετε για κείνο το σκοτάδι
που η ζωή μας γίνεται σιγά-σιγά ρημάδι
γιατί δεν τραγουδάτε πια για τις αξίες
για ήρωες, για λευτεριά για κείνους τους ωραίους,
που ‘χαν τα στήθη μακριά
απ’ το βήμα τους δυο μέτρα,
που ‘χαν ψυχή δεν νοιάζονταν
σαν έβλεπαν φαρέτρα,
για κείνους που στο λόγο τους είχαν αβερτοσύνη
που στη σκιά του Χάρου δείχνανε καλοσύνη
για δεν μιλάτε γι’ ατραπούς που η ψυχή γυρεύει
για όνειρα ενός παιδιού στου φεγγαριού μαντεύει
για κείνες τις φτωχές αυλές που είχαν οι κυράδες
στη λασπουριά που παίζανε μικρά παιδιά αμάδες
για κείνα τα ονείρατα κοιτώντας το φεγγάρι
που περιμένουν σήμερα απ’ τη ζωή μια χάρη
κι εσείς… δεν είστε εδώ, δεν είστε εκεί,
δεν είστε πουθενά παρά μονάχα…
λιγοστός αέρας πάνω στη σκηνή
πιο πικρός κι από ανάσα
πιο μικρός, κι απ’ το θάνατο.
Καλά εγώ δεν ξέρω…
Εσείς που ξέρετε από δημοκρατία
για δεν σωπαίνετε για μια στιγμή μονάχα,
όπως σωπαίνει τ’ αλμυρό στου γαλανού τον φλοίσβο
σαν θέλει πρώτα δίκαιο να ‘ναι σε κάποια ρότα,
γιατί ευαγγελίζεστε δημοκρατία τάχα
όταν κουφοί στον παυλασμό και δεν ακούτε πρώτα,
εκείνων τη φωνή που αφέντες σας ορίζουν
που στη δημοκρατία, μιλάει ο απλός,
και ο τρανός ακούει,
κι είναι τρανός απ’ τον λαό και ύστερα…
κουφός την πόρτα κρούει…
Δεν έχει σημασία τι ψυχή θα παραδώσετε
δεν έχει σημασία όσα κι αν προδώσατε
αξία έχει… πως πάντοτε η ζωή τα φέρνει
κι εσείς που ξέρετε από δημοκρατία
θα ξέρετε,
πως ότι φέρνει, στον θάνατο τα παίρνει…
Καλά εγώ δεν ξέρω…
Εσείς που ξέρετε και δάσκαλους σας λένε
στα χέρια σας να πλάσετε που έχετε ζυμάρι,
για δεν ακόμα κάνατε λίγο ψωμί σταρένιο
για δεν υπάρχουν ψίχουλα για ξέδιψα τα χείλη,
το σόι περβολάρηδες που τα φεγγάρια κλαίνε
που ‘χετε άσπαρτο αγρό κι άρωμα από θυμάρι
γιατί μωρέ δεν έχετε Θεό μαλαματένιο
και από μπρούσκο αμπέλι βγάζετε,
άδειο κρασί, αντί γλυκό σταφύλι.
Εσείς που ξέρετε καλά και δάσκαλους σας λένε,
δεν μάθατε πως δάσκαλος όχι που αυτός διδάσκει
μα εκείνος που διδάσκεται από διδαχές ωραίων,
και όταν… όταν η ιστορία γράψει για μεγάλους,
δεν θα ‘σαστε ανάμεσα, σε κείνους που εμπνέουν.
Καλά εγώ δεν ξέρω…
Μα κι εσείς… εσείς που ξέρετε και είστε ποιητές
εσείς που ξέρετε την τέχνη των τεχνών,
γιατί βολεύεστε κι αυτό, μήπως για το καλό σας;
γι’ αυτό και δεν αλλάξατε ακόμα τον εαυτό σας;
γιατί είστε ακόμη γλάστρες, με βασιλικό και δυόσμο,
εσείς που ξέρετε και είστε ποιητές…
γιατί ακόμα, δεν αλλάξατε τον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου