Παρασκευή 10 Αυγούστου 2012

Επιτάφια Οδός (τριλογία)


                                  Επέκεινα

Η του λεβάντε η ματιά κοιτάει αυτούς που φεύγουν
σιωπάει τ’ αηδόνι στη σκιά κι απ’ τον καημό δακρύζει
οι μαργαρίτες που αγαπούν, το μέτρημα αποφεύγουν
δάκρυ γεμίσαν οι αυλές και δάκρυ αναβλύζει
από τους κάμπους τα βουνά, για κείνους που ταξίδι
επέκεινα απ’ την άνοιξη, κι από το χρώμα επέκεινα.

Η του εξάντα η σκιά χάνει γι’ αυτούς το στίγμα
αστέρια σε περπατησιά σε γκρίζο τώρα χρώμα
πονάει το κύμα γοερά και στο γαλάζιο πλήγμα
χαμένη ρώτα που ρωτά και πληγωμένη ακόμα
ψάχνει με δάκρυα μακριά εκείνους που ταξίδεψαν
επέκεινα απ’ το γιαλό, απ’ τ’ αλμυρό επέκεινα.

Η των χρωμάτων ο καμβάς σβήνει αυτούς που φεύγουν
μοιάζει αλγεινός ο πίνακας χωρίς ουράνιο τόξο
να ζωγραφίσουνε ξανά, πινέλα τ’ αποφεύγουν
μοιάζουν πως έμειναν κι αυτά, απ’ την ανάσα όξω
πώς να κεντήσουνε ξανά, για κείνους που έχουν φύγει
επέκεινα απ’ τον αργαλειό, απ’ το στημόνι επέκεινα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου