Όσα κι
αν πήρα
*****************
Δεν πήρα και πολλά απ’
τον κόσμο…
Δυο μονάχα μάτια πήρα κι έπρεπε,
μονάχος να δω τι κρύβεται πίσω απ’ την άνοιξη
κανείς δεν μου ‘δειξε το πώς,
μονάχος να δω
το χρυσαφί του ήλιου μετά το γέρμα,
κάπου στ’ απόβραδο και πάνω απ’ τα σύννεφα,
μόνος να δω με του αετού τα μάτια
πως είναι το ψηλά,
πως είναι οι βίγλες των φόβων μου
πως φαίνονται από κει οι ανθρώποι
πως μοιάζουνε οι τόποι που έπαιξα παιδί
κι αν φαίνονται τα σπαρμένα μου όνειρα
σε χωράφι ανήλιο, και πλαγιά απάνεμη
κοντά στη ρεματιά,
που ήτανε για μένα, η πρώτη θάλασσα,
το πρώτο αλμυρό
ψάχνοντας τον φλοίσβο ανάμεσα στις πέτρες
κι η Αλισάχνη στην πλαγιά χαμογελούσε κι εγώ,
σκάλιζα να βρω κοράλλια
χρωματισμένα ψάρια και ξωτικά θαλασσινά
βουτούσα τα μάτια στο βαθύ και φόβος,
μη τυχόν και με παρασύρει ο βυθός
και γίνω ένα γαλάζιο τίποτα,
απλά ένα ακόμη αλμυρό, γελούσε κι αφρός
μέχρι που χάνονταν στη στροφή,
ανόητο μικρό παιδί….
όμως η θάλασσα ακόμη και σήμερα, ήτανε μεγάλη.
Δεν πήρα και πολλά απ’
τον κόσμο…
Δυο χείλη πήρα μονάχα κι έπρεπε,
μόνος να βρω τη γεύση απ’ το γάλα
και να την ξεχωρίσω απ’ την ανάσα
απ’ τη ζωή, και απ’ την πείνα,
να δοκιμάσω τη γεύση απ’ το χώμα
για κάποια ενθύμηση,
σαν δοξασία μυστική, κάτι απ’ το τότε
σαν άχραντο μυστικό,
και σαν τροφή για τη συνέχεια…
μόνος μου να βρω τη γεύση της αγάπης
τη γεύση του φιλιού, δεν μου ‘δειξε κανείς
δεν με φίλησε κανείς και έπρεπε,
να ονειρεύομαι κι οι αδένες του μυαλού μου,
αντιμάχονταν με την επιθυμία της ψυχής,
κρατούσα τη γεύση στα χείλη μου σαν πρόσφορο
σαν μεταλαβιά, μην φύγει και χάσω τ’ άγιο,
έπρεπε να μάθω, πως είναι το φιλί,
να μάθω σαν τις μέλισσες,
τη γεύση απ’ τη γύρη των ανθρώπων
να πάρω όση καλοσύνη κι αν μπορώ
και να την κάνω μέλι,
για κείνες τις καρδιές τις ποστεμένες
τις νηστικές, τις άγλυκες,
να δοκιμάσω ακόμη,
τη μελαγχολία του Φθινόπωρου
σαν πέφτουνε τα φύλλα σε γυμνό χορτάρι,
τα ψιχαλίδια της ρομαντικής βροχής
σε ξεραμένες ρίζες,
την προσμονή απ’ τα ντροπαλά κλαδιά
και τη βιασύνη τους για άνοιξη κι αυτά…
μονάχα με δυο χείλια.
Δεν πήρα και πολλά απ’
τον κόσμο…
Μία καρδιά μονάχα πήρα κι έπρεπε,
να μάθω ν’ αγαπάω το πρώτο το ξημέρωμα,
την πρώτη γέννηση, το άγνωστο, το κρύο
το πρώτο σκοτεινό…
ν’ αγαπήσω τις πρώτες λέξεις
ν’ αγαπήσω τα πρώτα τραγούδια και σιγά – σιγά
εκείνο το νανούρισμα, μετά, τα παραμύθια,
σαν ετοίμασμα για το έπειτα
για έναν παραμυθένιο κόσμο,
ή για έναν κόσμο, γεμάτο παραμύθια,
αλλά εγώ έπρεπε, να τ’ αγαπήσω μόνος μου
κανείς δεν μ’ έμαθε το πώς…
ν’ αγαπήσω τα πρώτα βήματα
τον πρώτο ήλιο, το πρώτο το φεγγάρι
ν’ αγαπήσω αυτό που άγγιζα
ν’ αγαπήσω αυτό που μ’ άγγιζε
Πέρασαν χρόνια,
για να καταλάβω ότι μάταια προσπαθούσα
ν’ αγαπήσω τα πράγματα του κόσμου
κανείς δεν μου ‘μαθε ποτέ,
ότι είναι τόσα πολλά, και πως είναι τόσο απλό,
κι ότι μονάχα φτάνει, ν’ αγαπήσω πρώτα εμένα
κι ύστερα, κι ύστερα φτάνει,
και φτάνει έστω και με μια καρδιά μονάχα
να χωρέσει όλος ο κόσμος,
χωρίς να σκέφτεσαι, χωρίς να πληγώνεσαι
χωρίς να χρειάζεται ν’ αγαπάς γιατί απλά,
γίνεσαι αγάπη.
Πέρασαν χρόνια πολλά,
μάταια και δεν ξέρω αν μου φτάνει πια ο χρόνος
κι εύχομαι, το μόνο που εύχομαι…
να προλάβω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου