Λίγο λευκό
Είχε τελειώσει θαρρώ το λευκό απ’ του Θεού τα
χέρια
το ξόδεψε
όλο στα γιασεμιά και τις γαρδένιες,
στο βλέμμα
τ’ αετού, στις βουνοκορφές στα περιστέρια
και δεν
περίσσεψε μια στάλα για κείνα τα όνειρα,
που
μοιάζουν στο μαξιλάρι μας απόμακρα απόσκια.
Το λίγο
που έμεινε, το κράτησε για τα φτερά των αγγέλων
για εκείνα
τα ριπίδια που ανεμίζουν στις στράτες
και σε
σοκάκια του παράδεισου ντυμένα με φιλύρα
το
κράτησε, για τον απόηχο σαν παίζει ουράνια λύρα
και δεν
περίσσεψε μια στάλα για κείνα τα παιδιά,
που
τρεμοσβήνουν σαν κερί λιωμένο από φόβο
και
βλέπουν έναν κόσμο άδικο και λάβρο,
μην δεν
ξαναφανεί ο Αυγερινός, του φεγγαριού η γειτονιά
και πάνε
στράφι οι προσευχές, το δάκρυ, μένει μαύρο.
Το λίγο
που έμεινε, το κράτησε για τ’ άγια δισκοπότηρα
Θύεστον να
πίνουν στα γλέντια του παράδεισου εκείνοι,
που
έφτασαν νωρίς πριν απ’ τ’ απόβραδο της μνήμης
και δεν
περίσσεψε μια στάλα γι’ αυτούς που δεν στοχάζονται
γι’ αυτούς
που συναξάρια δεν χρειάζονται
γι’
αυτούς, όπου δεν πρόλαβαν να πάρουν μιαν ανάσα,
ν’ ανάψουν
θυμιατό σ’ ένα καντήλι
σ’ αυτούς
που μια ζωή, σκούπιζαν τα δάκρυα με μαντήλι,
επέκεινα
το άσπρο απ’ αυτούς, και το λευκό επέκεινα.
Το λίγο
που έμεινε, το έκανε τροφή για τους αγίους
να’ χουν
στον πηγαιμό για νέα γέννηση,
να’ χουν
αν χρειαστεί, σε άρρωστο μια ένεση
αντίδοτο
να έχουν σε αγγέλων επανάσταση
μαρμαρυγή
στο λόγο και στο περπάτημα τους
και λίγο,
να έχουν στην επιστροφή, σε μιαν ανάσταση
και δεν
περίσσεψε μια στάλα γι’ αυτούς που η ειμαρμένη,
τους θέλει
διψασμένους από νερό κι από ψωμί
δίχως ψυχή
κι ανάσα και για την πιο απλή, την επανάσταση
καταραμένη
η ώρα η στιγμή, ζωή καταραμένη.
Το λίγο
που έμεινε, το έδωσε παρέα στους χειμώνες
για να
παγώνει στο κρύο τα όνειρα τ’ ανθρώπου,
να μην
μπορεί να φέρει στο νου του μνημοσύνες
το έδωσε,
για να’ χουν ζεστασιά οι ανεμώνες
να
μοιάζουν γελαστές με καλοσύνες
και να μας
κάνουν να ξεχνούμε κείνη τη γέννηση
και δεν
περίσσεψε μια στάλα για κείνες τις καρδιές,
που
παγωμένες στέκουν τόσα χρόνια
που δεν
ζεστάθηκαν ποτέ από τα χιόνια,
που μένουν
μόνες, στις άψυχες βραδιές.
Το λίγο
που έμεινε, το έδωσε σ’ αυτές τις μαργαρίτες
ολόλευκες
να έχουν τις καρδιές τους
για να
μετρούν τα βράδια την αγάπη,
για κείνες
τις αγάπες που μοιάζουν μακρινοί αποσπερίτες
και να τις
φέρει πίσω το λευκό, μα τω Θεώ…
και δεν
περίσσεψε μια στάλα για κείνους που αγαπούν
και κάτω
απ’ τις Μυρτιές χύνουν το δάκρυ,
για
κείνους που δεν μπόρεσαν λίγο λευκό να βρουν
κι αν
έψαξαν στη γης, απ’ άκρη σ’ άκρη
για
κείνους, που έχουνε γυμνή καρδιά και όμως,
μπορούν
και αγαπούν.
Το λίγο
που έμεινε, το έδωσε στη διαδρομή στης άνοιξης
να ‘ναι
λευκός ο πηγαιμός στο χρόνο,
να ‘ναι
λευκές οι μέρες του Μαγιού
να ζούνε
τ’ άστρα, στιγμές κατάνυξης
και δεν
περίσσεψε μια στάλα γι’ αυτούς που ‘χουνε πόνο,
που δεν
μπορούν να πλέξουν στου Μαγιού λευκό στεφάνι
όσο κι αν
ψάχνουνε στη γης, λευκό δεν φτάνει
και
παραμένει γκρίζα η διαδρομή στο χρόνο,
για
κείνους που ζηλεύουν τον υάκινθο
για
κείνους που μυρίζουν το αγιόκλημα
για
κείνους που έχουν την προσμονή ενός χελιδονιού,
τα μάτια
αναζήτησης ενός μικρού παιδιού
για
κείνους, που ακόμα περιμένουν, μιαν άλλη άνοιξη.
Το λίγο που
έμεινε, το έδωσε στων αστεριών τα μάτια
από ψηλά,
να βλέπουν την περπατησιά μας
και να
κρατούνε χωρισμένα εκείνα τα κομμάτια
που όταν
δεθούν, ποιος ξέρει αν θα γεννήσουνε λευκό,
ποιος
ξέρει αν θα ξεχειλίζουν τα κανάτια να όμως…
που δεν
περίσσεψε λευκού, μια στάλα από κηλίδες
για όλους
εκείνους που θέλουν ν’ αλλάξουν διαδρομή
λες κι
έβαλε στα μάτια μας φολίδες
λες και
δεν πρέπει… τ’ αστέρια λένε μη
και πως ν’
αλλάξει χωρίς λευκό ο νόμος,
απόκρυφος
ο γνώριμος ο δρόμος, και ο λευκός απόκρυφος.
Το λίγο
που έμεινε, το έδωσε σε όσους φρουρούν την πύλη
να είναι
το κλειδί στο πέρασμα, το σύνθημα
για όλες
εκείνες τις ψυχές που αγωνιούν να την διαβούνε,
για κείνες
που λησμόνησαν το σώμα και την ύλη
και δεν
περίσσεψε μια στάλα να έχουν παρασύνθημα
και πως,
ένα μικρό κομμάτι πια να βρούνε
πως… πως
να κλέψεις την άνοιξη
πώς να
σκοτώσεις έτσι απλά μία γαρδένια για λίγο άσπρο
πώς από
ένα άστρο, να κλέψεις τη χαρά
πώς ν’
αφαιρέσεις κι αυτά, του αετού τα μάτια,
χίλια
κομμάτια να γενούν τα γιασεμιά δεν το μπορείς
και πώς… πώς
να κλέψεις τις καρδιές μιας μαργαρίτας
πώς θα
μετράει τις βραδιές για την αγάπη
πώς ν’
αφαιρέσεις αυτή, την άσπρη προσμονή,
που κάθε
παραμονή του ονείρου, τον έρωτα γνωρίζει.
Πώς να’
βρω λίγο άσπρο, όπου κοιτάει η ματιά μου,
υπάρχει κι
από λίγο, και πνίγω μέσα μου τον πόνο
μα… όπου
κοιτάει η ματιά μου υπάρχει κι από λίγο
μονάχα
εγώ, μονάχα μέσα μου δεν βρίσκω
λες κι ο
Θεός, με γέννησε νεκρό από λευκό
δεν μου
‘δωσε στη γέννηση της διαδρομής μια στάλα
και δεν το
βρήκα στης γέννας το ασπράδι,
δεν
γεύτηκα πως ήτανε, λευκό το γάλα.
Στα πρώτα
μάτια, ο κόσμος δεν φάνηκε ερατεινός
κι ας
ήτανε… βαθιά χαράματα
σαν μια
τυχαία ακόμη γέννηση
χωρίς
λευκό… μένουν μόνο τα κλάματα
χωρίς
απάνεμη ευχή, χωρίς αγιόχρωμα
χωρίς
μελίχαρη πρωτολλαλιά και δίχως θάματα.
Όπου κι αν
ρίξω τη ματιά μου υπάρχει κι από λίγο
όλα έχουν
από κάτι λευκό μα ίσως γιατί…
δεν ξέρουν
να πετούν και δεν θα μάθουν…
πως δεν
χρειάζεσαι φτερά για να πετάξεις
μονάχα
εγώ, γι’ αυτό και μη… δε πρέπει
γι’ αυτό
και ο Θεός, δεν το επιτρέπει, γι’ αυτό….
Είχε τελειώσει
θαρρώ το λευκό απ’ του Θεού τα χέρια,
το ξόδεψε
όλο, στα γιασεμιά και τις γαρδένιες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου