Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Μονόλογοι



Όνειρο, το ηρωικόν

********************




Μη με θωρείς αποκαμωμένος
στον ίσκιο της απόγνωσης και στα χωρίς ελπίδα
βρόχινα δάκρυα ενός ξεχασμένου φεγγαριού
εγώ τον είδα,
να βάζει αλλαξιά με όνειρα μικρού παιδιού
κι αναρωτιέσαι συ πώς τάχα, ν’ αλλάζει ο κόσμος
ν’ αλλάζει τούτος ο τόπος.

Είδα στον ύπνο μου εκείνον που μπορεί,
που όρθωσε τ’ ανάστημά του ίσα με τις βίγλες
απ’ τις πιο μεγάλες ιδέες και όνειρα,
πάνω απ’ τις κορφές των κυπαρισσιών
πάνω απ’ τα σύννεφα
πιο πάνω κι απ’ τ’ άστρα ναι!

Και τον είδα…

Να σπάει τ’ άστρα στο γόνατο σαν το ξερό ψωμί
να πλάθει το γαλάζιο
σαν το ζυμάρι απ’ το πρωτόβγαλτο στάρι,
ν’ ανακατεύει τα φεγγάρια
σαν τα παιχνίδια που μικρό παιδί μες τη λασπουριά
και στο τέλος του παιχνιδιού
να πίνει αχόρταγα τα κύματα μαζί με την αλμύρα
μαζί με τους γλάρους
μαζί με τους αφρούς
σαν το πρωτόγαλα της πρώτης της ανάσας.


Και τίναξε την αναθεμιά απ’ τα φτερά των αετών
και μάζεψε τις πεθυμιές του κόσμου
απ’ τις κορφάδες των κυπαρισσιών
και μάζεψε τους ροδαμούς
απ’ τα πεσμένα και ξεχασμένα όνειρα των κουρασμένων
και σκέπασε τα φιλιατρά μ’ αγιόηχο και δυοσμαρίνες
κι έβαψε τις ξερολιθιές του κάμπου
με στάλαγμα από προσευχές
περίσσευμα των φεγγαριών.

Χάιδεψε τα πρωινά ταξίμια απ’ τα γαρδέλια
ντύθηκε περβολάρης
κι έσπειρε παραμύθια δίπλα στις βατσινιές
ονείρατα και θάματα σιμά στις αγριάδες
κι άνοιξε τα διάσελα των πεθυμιών
κι έφτιαξε μπρούσκο θύεστον απ’ τις ευλογημένες ελιές
κι έφτιαξε κυκεώνες απ’ τις εξοχές
μέλι γλυκό απ’ τις πατημασιές των μελισσών,
κι έσβησε κάθε στις γειτονιές αχνοκεριά
κάθε σκοτεινιά απ’ τα σοκάκια
με το σμαραγδένιο απόηχο των παιχνιδιών
κι έσβησε κάθε αχνάδα απ’ τα μαραμένα γαρύφαλλα
και γιάτρεψε κάθε αθρεψιά με την αγάπη,
και τα πληγωμένα μάτια απ’ τις εκκλησιές
και τις καρδιές των πονεμένων.

Κι έγινε βυζάστρα με τις λέξεις τις άγιες
κι έγινε βελούχι με τον πολιτισμό και την ιστορία
κι έγινε στημόνι απ’ της παπαρούνας το παράπονο
κι έγινε καλαμίδια απ’ τις ξεχασμένες ρεματιές
κι έγινε αργαλειός απ’ τα παραπονεμένα κλαδιά,
απ’ τις οξιάς, της καστανιάς, της βελανιδιάς,
κι έγινε υφάντρα και κέντησε
στου φεγγαριού τον ίσκιο καινούργια αστέρια
καινούργιους ήλιους,
καινούργιες θάλασσες, καινούργιες ρότες
κι έγινε του κόσμου διαβατάρης.

Θέριεψε σαν το ψηλότερο βουνό
και μάζεψε τ’ αγιόχρωμα απ’ τις ξεχασμένες αυλές
και μάζεψε τις αηδονούσες καλημέρες απ’ τις κυράδες
και μάζεψε τις απάνεμες ευχές
των απάντρευτων κοριτσιών
και πήρε τ’ αειπάρθενα του Μαγιού τα χρώματα
το αγγελόχρωμα απ’ τις δυοσμοσταλιές
της βροχής της πρώτης,
τα γιασεμομύριστα φιλιά απ’ τα ξεχασμένα ξερόκλαδα
τα ηλιοτράγουδα απ’ του ίσκιους των παραμυθιών
και τα κατάλευκα φτερά απ’ τις αετούσες.

Κι έκανε την πρωτολαλιά ροδόπλαστη
την πρώτη σκέψη γλυκογέλαστη
το πρώτο όνειρο φεγγαροκέντητο
και το πρώτο φιλί μπρούσκο,
απ’ τα κρόσσια των αστεριών
απ’ το περίσσευμα του γαλάζιου
απ’ το γέλιο των αετών
κι απ’ της φωλιάς τους τα όνειρα τα ερατεινά.

Κι έκανε μέθεξις σ’ αέρηδες κι αγκάλιασε ανέμους
σιμά ο λεβάντες κι ο σιρόκος
ο ζέφυρος και ο μαΐστρος
η όστρια κι η τραμουντάνα
και πήγαιναν τα χαρούμενα μια κατά την Άρκτο
και μια κατά τον Πουνέντε.

Πήρε τα μάτια απ’ τα κοχύλια της θάλασσας
μάζεψε κάθε σταγόνου πορφυρού
πήρε την προσμονή απ’ τις μαργαρίτες
το χρώμα απ’ τα κρυφόσπιτα των μελισσών
πήρε τα γλυκάδια απ’ τους χρυσαφένιους κάμπους
και κέντησε,
καινούργιες ρότες, διαμαντένιες.

Πήρε τ’ απόσκια απ’ ελπίδες των ανθρώπων
κι έκανε τα όνειρά τους ένα απέραντο λιακωτό,
πήρε το φόβο απ’ τα μάτια τους
κι έκανε τον ορίζοντα γλυκιά μαρμαρυγή,
πήρε τη χόβολη απ’ τις καμένες τους χαρές
κι έκτισε ασπρόσπιτα να ξεχαστεί το γκρίζο.

Κι ύστερα,
πήρε την ποίηση απ’ την γύρη των λουλουδιών
κι απ’ τις κορφάδες των δέντρων κι έγινε Περβολάρης.

Κι άρχισαν να φυτρώνουν στη γης λέξεις
στις ρεματιές ιστορία
στις ανηφοριές πολιτισμός
σε κάθε τι γαλανό φιλοσοφία.

Και μετά έγινε Αλωνάρης
και τη σοδειά την μοίρασε στις γειτονιές
στόλισε τα παραθυρόφυλλά στα σοκάκια
ξεδίψασε τις αλάνες στο παιχνίδι των μικρών
χόρτασε τις νηστικές κι ανήμπορες αυλές,
να δεις πως έμοιαζεν ο τόπος!

Σαν γιοματάρι από βασιλικό κρασί
κι απ’ την ανάμνηση του μπρούσκου,
ξεπήδησαν Παρθενώνες
εκκλησιές που με χρυσές καμπάνες
αγιοκέρια και χούφτες θυμιατό,
τόσο, μου μύρισαν τα ζωντανά της θάλασσας
και βγήκαν όξω να πάρουν την ευχή,
τόσο, που φάνηκαν στ’ απόβροχο τα σαλιγκάρια
για μια σταλιά προσκύνημα,
τόσο, που οι αγέρηδες σε μυστικό σταβέντο
μαζεύτηκαν σε συναξάρια
για τα ευλογημένα πρώτα ταξίμια.

Και να….
φάνηκαν ξανά στις γωνιές του δρόμου οι καστανάδες
τα μικρά παιδιά με τα κουλούρια και τα γαρύφαλλα
οι μικροί λούστροι κι οι καροτσέρηδες
ο παλιατζής με τον ψαρή να μαζεύει τα περισσεύματα
και οι κυράδες κατά το δειλινό στις γειτονιές
να πλέκουν των κοριτσιών τις προίκες
λέγοντας μασσάλια,
ώσπου να φωτίσει το ταβάνι του γαλανού
δείχνοντας τον πηγαιμό για την καινούργια μέρα.

Κι έμοιαζε ο τόπος αγιοσύνη
κι έτρεχε στα σοκάκια μύρος και ροδόσταμα
κι έμοιαζε ο χρόνος, ερατεινός.

Ναι, άλλαξε τον κόσμο, άλλαξε τούτον τον τόπο,
τον έκανε καλύτερο.

Είδα στον ύπνο μου, εκείνον που μπορεί
και ξέρεις, στο όνειρο…
Ήσουν εσύ.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου